Σχόλια μεταφράστριας

Σχόλια της μεταφράστριας κυρίας Lucile Arnoux-Farnoux*
(Η μετάφραση των σχολίων από τα Γαλλικά εκπονήθηκε από τις φοιτήτριες του ΤΞΓΜΔ Αναστασία Στούκου και Φωτεινή Χαντζιάρα, στο πλαίσιο ειδικής άσκησης)

Ο Θεοτόκης, σχεδόν άγνωστος στη Γαλλία, είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα και πέθανε στο ίδιο νησί το 1923. Εντάσσεται, όπως ο Βιζυηνός (1849-1904) και ο Παπαδιαμάντης (1851-1911), στην κατηγορία των συγγραφέων που συνέβαλαν στην ανανέωση της ελληνικής πρόζας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Το έργο του, βαθιά ριζωμένο στην πραγματικότητα της Κέρκυρας, εντάσσεται ταυτοχρόνως στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα, τα οποία γνώριζε πάρα πολύ καλά χάρη στις μακρόχρονες σπουδές του στο εξωτερικό και στις εκτεταμένες όσο και εμβριθείς γλωσσικές του γνώσεις.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η τοπική λογοτεχνία, η σπουδή των ηθών (ηθογραφία) είναι του συρμού στην Ελλάδα. Ένα λογοτεχνικό περιοδικό, [η Εστία, ΣτΜ], διοργανώνει μάλιστα το 1883 ένα διαγωνισμό ελληνικής νουβέλας με ελληνικές θεματικές που σχετίζονται με τον εθνικό χαρακτήρα και τη διαμόρφωση των εθίμων, παρουσιάζουν σκηνές της ιστορίας και της κοινωνικής ζωής ικανές να αφυπνίσουν στον αναγνώστη ένα συναίσθημα αγάπης για την πατρίδα, ψυχαγωγώντας και εντάσσοντάς τον ταυτόχρονα στο πνεύμα της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής. Αυτό το είδος λογοτεχνίας, που πρέπει να συσχετιστεί με το σύνολο των εκδηλώσεων του ρεαλισμού στην Ευρώπη, στέφεται με μεγάλη επιτυχία, χωρίς να αποφεύγει τον κίνδυνο του τοπικισμού με τη στενή του έννοια. Ο Θεοτόκης, στη δύση του 19ου αιώνα και στην αυγή του 20ου, καταπιάνεται πάλι με το είδος, αλλά αυτή τη φορά, αφαιρώντας κάθε διακοσμητικό λαογραφικό στοιχείο, ξεπερνάει τα όρια.

Από το 1899 μέχρι το 1912, δημοσιεύει σε περιοδικά νουβέλες οι οποίες συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο με τον τίτλο (που δεν δόθηκε από τον Θεοτόκη) «Κορφιάτικες ιστορίες», που περιγράφουν σκληρές σκηνές της ζωής στον εξωαστικό χώρο. Πρόκειται για πολύ σκληρού περιεχομένου διηγήματα, αποστασιοποιημένα από κάθε βουκολικό στοιχείο, υιοθετώντας ως θεματική την αγροτική ζωή στην πιο τρομακτική της διάσταση: στενόμυαλη νοοτροπία, προκαταλήψεις, αυστηρός κώδικας τιμής που έχει ως αποτέλεσμα την ανελέητη τιμωρία της μοιχαλίδας, αλλά και ανεπιθύμητος συγχρωτισμός καθώς και αιμομιξία. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, προχωρώντας απευθείας στην ουσία, χρησιμοποιώντας το κερκυραϊκό ιδίωμα όχι με σκοπό την ανάδειξη της γραφικότητας των τοπίων, αλλά για να προσεγγίσει όσο γίνεται εγγύτερα την πραγματικότητα.

«Η τιμή και το χρήμα» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νουμάς» από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 1912 και εκδόθηκε σε τόμο το 1914, σηματοδοτεί ένα νέο σταθμό στο έργο του. Βγαίνοντας από το στενό πλαίσιο της νουβέλας με θέμα την αγροτική ζωή, προσφέρει ένα διήγημα εντελώς διαφορετικής διάστασης του οποίου το θέμα μεταφέρεται από τον αγροτικό κόσμο στον ημιαστικό περιβάλλον ενός προαστίου της Κέρκυρας [του Μαντουκιού, ΣτΜ]. Παρότι χαρακτηρίζεται από λιγότερη ωμότητα σε σχέση με τις Κορφιάτικες ιστορίες, ο ρεαλισμός είναι εξίσου έντονος, ενισχυμένος από τη χρήση του ιδιώματος. Ο Θεοτόκης αποδεικνύεται ένας νατουραλιστής συγγραφέας, αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς και τα αποβράσματα της κοινωνίας: το βάρος των προκαταλήψεων και των παραδόσεων, που συντελούν ώστε μια κοπέλα, που δόθηκε σε έναν άντρα έστω και λίγο καταστράφηκε ολοκληρωτικά, ή όπως ένας άντρας σαν τον Αντρέα, δηλαδή ένας μικροϊδιοκτήτης, που έμελλε να καταστραφεί, δεν μπορεί να παντρευτεί μια κοπέλα του λαού χωρίς να καταπέσει. Η βασιλεία του χρήματος – πιο δυνατή και από την αγάπη – το οποίο διαφθείρει τις καρδιές και φθείρει τα πιο αγνά συναισθήματα. Η ανικανότητα των ατόμων να ανατρέψουν την τάξη των πραγμάτων και να κάνουν να θριαμβεύσει η δικαιοσύνη και η τιμιότητα. Αλλά, ήδη εμφανίζονται στην πρόζα του χαρακτηριστικά του μοντερνισμού, με κυριότερο τη χρήση του εσωτερικού μονολόγου που καθιστά τον αναγνώστη μάρτυρα της εσωτερικής διαμάχης των προσωπικοτήτων και του επιτρέπει να παρακολουθήσει την ψυχολογική τους εξέλιξη. Εάν από τη θεματική του, η Τιμή και το χρήμα αντηχεί τις « Μαλαβόλια » του Βέργκα (1881), με την αφηγηματική τεχνική προαναγγέλλει την Fraulein Else του Arthur Schnitzler (1924).

Σ’ αυτό το κείμενο, τέλος, στο πρώτο από τα τέσσερα μυθιστορήματα της ώριμης περιόδου του, με τα άλλα τρία να είναι «Ο κατάδικος» (1919), «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» (1920) και «Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους» (1922), ο Θεοτόκης παρουσιάζεται επίσης ως ένας στρατευμένος συγγραφέας εμφανώς προσκολλημένος στις σοσιαλιστικές του ιδέες. Στην πραγματικότητα, τις είχε ενστερνισθεί από πολύ νωρίς παρόλο που τίποτε στην κοινωνική του καταγωγή και παιδεία δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτές. Απόγονος μιας πολύ παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Κέρκυρας και παντρεμένος με μια πλούσια διάδοχο της αυστροουγγρικής αριστοκρατίας, παραιτείται το 1908 από κάθε δικαίωμα στην πατρική του κληρονομιά, συμπεριλαμβανομένου του τίτλου του κόμη, έχοντας γνώση των θυσιών που έκανε η οικογένειά του για τις σπουδές του, και ιδρύει, το 1910, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Κέρκυρας. Το πρόβλημά του με την κοινωνική δικαιοσύνη, το οποίο δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ, γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτό στην «Τιμή και το χρήμα», όπου φανερώνει τα πολιτικά ήθη της εποχής του, στιγματισμένα από το πελατειακό σύστημα και τη διαφθορά αλλά και από την καταπίεση του λαού από την άρχουσα τάξη. Στο έργο του βλέπουμε μια εκκολαπτόμενη εργατική τάξη τίμια, να εργάζεται σκληρά και να αντιτάσσεται στην τάξη των αρχόντων, παρακμάζουσα και διεφθαρμένη, αλλά γαντζωμένη στα προνόμιά της.

Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα ιδεολογικό έργο, αλλά αντιθέτως, για μια αφήγηση γεμάτη ζωντάνια και φρεσκάδα. Ο Θεοτόκης, στην πραγματικότητα, δημιούργησε χαρακτήρες με έντονη προσωπικότητα των οποίων η παρουσία επιβάλλεται κατά την ανάγνωση. Στο μυθιστόρημα κυριαρχεί η αδρή μορφή της σιόρας Επιστήμης, μιας γυναίκας του λαού, εργάτρια στη γειτονική φάμπρικα. Έξυπνη, καλόβουλη και εργατική, κουμαντάρει την οικογένειά της με σιδηρά πυγμή και γεμίζει σιγά-σιγά το κασετί της για να προικίσει τις τρεις κόρες της ώστε να τις παντρέψει αξιοπρεπώς. Ψάχνει πώς θα διατηρήσει τον σεβασμό της οικογένειάς της, παρά την παραίτηση του πατέρα, ενός άντρα καλού αλλά αδύναμου και τεμπέλη, ο οποίος περνά τον καιρό του στο καπηλειό. Αυστηρή στη διαχείριση του κομποδέματος της οικογένειας και σκληρή με τους άλλους, όπως και με τον εαυτό της, δεν είναι εντούτοις χωρίς ευαισθησίες και αποκαλύπτει πτυχές τραγικού μεγαλείου, διχασμένη ανάμεσα στην αίσθηση του καθήκοντος και της ευπρέπειας από τη μια μεριά και της τρυφερότητας προς την κόρη της από την άλλη. Μέσα από το δράμα που ζει η τελευταία, η σιόρα Επιστήμη αντιλαμβάνεται σταδιακά την αδικία της κοινωνίας, η οποία καταδικάζει χωρίς έλεος τους φτωχούς και τους αδύναμους και προσπαθεί ματαίως να αντισταθεί. Ο Θεοτόκης δημιούργησε μέσω αυτής έναν εκπληκτικό γυναικείο χαρακτήρα, αυθεντικό, με πολύ ισχυρή προσωπικότητα.

Η κόρη της Ρήνη εμφανίζεται ως το αντίθετό της, τόσο γλυκιά και ξανθιά όσο σκοτεινή και αυστηρή είναι η μητέρα της. Φρόνιμη και πειθήνια, θυμίζει τη Jeanne από το βιβλίο του Guy de Maupassant « Une vie ». Όπως εκείνη, πιστεύει σφοδρά στον έρωτα πριν απογοητευτεί και να πληγωθεί ανελέητα από την ωμότητα και γαϊδουριά του άντρα που αγάπησε. Αλλά, όσον αφορά τη διαφορά της με την ηρωίδα του Maupassant, η Ρήνη επαναστατεί και παίρνει τη ζωή στα χέρια της.

Ο Αντρέας είναι κι αυτός ένας πολύπλοκος χαρακτήρας. Κοινωνικά είναι ένας απόκληρος. Τελευταίο αποπαίδι μιας ευυπόληπτης οικογένειας της οποίας ο πλούτος προερχόταν από τη θάλασσα, καταστράφηκε και αναγκάστηκε να καταφύγει στο λαθρεμπόριο για να επιβιώσει. Ο πατέρας του είχε ένα πλοίο και εργαζόμενους που δούλευαν γι’ αυτόν, αλλά δεν άφησε παρά χρέη στον γιο του. Τα κυριότερα υλικά στοιχεία αυτής της πεπερασμένης ευμάρειας, το σπίτι και το καΐκι, απειλούνται και τα δύο, και αργότερα χάνονται. Το καΐκι κατάσχεται από τους χωροφύλακες και το σπίτι, φορτωμένο με υποθήκες, είναι έτοιμο να πουληθεί. Το να εργαστεί, δηλαδή να εργαστεί για τους άλλους, μισθώνοντας την εργασία του, σημαίνει να αποδεχθεί την ήττα του, να γίνει «υπηρέτης», όπως ο ίδιος λέει. Η μόνη «τίμια» λύση για να σώσει την αξιοπρέπειά του, είναι ο πλούσιος γάμος, αλλά η καρδιά και η λογική αντιπαλεύουν. Κι εκείνος, εν τέλει, γίνεται θύμα της κοινωνίας, καθώς αποδεικνύεται ανίκανος να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις της τάξης του και παραμένει δέσμιος του χρήματος.

Γύρω από αυτούς τους χαρακτήρες, τόσο παρόν όσο και αυτοί, είναι το Μαντούκι, «Μαούκι» στο τοπικό ιδίωμα των πρωταγωνιστών, ένα παραθαλάσσιο λαϊκό προάστιο της Κέρκυρας, παραδοσιακό σημείο αναφοράς για τους λαθρέμπορους. Αυτό το ημιαστικό πλαίσιο περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τον Θεοτόκη, με τα λιθόστρωτα καντούνια, τα χαμηλά σπίτια, και τη ζωή που θυμίζει χωριό: είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στο βλέμμα των άλλων και οι γυναίκες συγκεντρώνονται τις Κυριακές στη μικρή πλατεία δίπλα στη θάλασσα για να κουτσομπολέψουν. Όλη η δράση εκτυλίσσεται εκεί, με εξαίρεση το προτελευταίο κεφάλαιο, που εκτυλίσσεται στον Μαρκά, τη σκεπαστή αγορά, στην καρδιά της πόλης της πόλης της Κέρκυρας. Ανακαλύπτουμε λοιπόν την καλή κορφιάτικη κοινωνία, με τους παλιούς αριστοκράτες να μιλάνε Ιταλικά, κατάλοιπο αιώνων ενετικής κυριαρχίας, τους επιτυχημένους εμπόρους, τους δικηγόρους και γιατρούς της, όλη αυτή τη γραφική ατμόσφαιρα που μας αποκαλύπτει με μιας ο Θεοτόκης σε ένα εντυπωσιακό τοπίο.

Τέλος, η γλώσσα του Θεοτόκη παρότι λιτή, προσδίδει τον κατάλληλο δυναμισμό, όντας θαυμάσια χρωματισμένη από το κορφιάτικο ιδίωμα, το οποίο και χρησιμοποιεί χωρίς να καταχράται. Είναι προφανώς, και δυστυχώς, η πιο δύσκολη πτυχή του προς μετάφραση έργου, και αρνηθήκαμε να αποδώσουμε στα Γαλλικά ισοδύναμες ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι χαρακτήρες. Η αυθεντικότητα και διαύγεια της αφήγησης, η οικονομία της διήγησης, η λιτότητα της έκφρασης, η αμεσότητα της περιγραφής, η φυσικότητα των διαλόγων, ο πλούτος και φινέτσα της γλώσσας αποτελούν τα μοναδικά χαρακτηριστικά της πρόζας του Θεοτόκη. Αυτή η απόλυτα ποιητική χρήση της γλώσσας είναι αυτή που καθιστά τον Θεοτόκη έναν μεγάλο συγγραφέα, ισότιμο ενός Verga στην Ιταλία και ενός Maupassant στη Γαλλία. Δεν μένει παρά να ανακαλύψουμε το έργο του. 

(*) Το κείμενο των μεταφραστικών σχολίων εντοπίστηκε στο έργο "L'honneur et l'argent", Éditions Cambourakis, Paris, 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου